ἀπείκασεν

ἀπείκασεν
ἀ̱πείκασεν , ἀπεικάζω
form from a model
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀπεικάζω
form from a model
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀπεικάζω
form from a model
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετανάστασις — μετανάστασις, ἡ (Α) [ματανίστημι] 1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.) 2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.) 3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”